Λογοτεχνία και Ποιήματα βγαλμένα μέσα απο την ψυχή των Μυρτιωτών
ΡΩΤΗΣΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ…
ΡΩΤΗΣΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ…
Μάρτης μήνας…Μπήκε η Άνοιξη δειλά, δειλά
με τα άνθη και τις μυρωδιές στους κάμπους στα βουνά!
Την ρώτησα αν πέρασε απ’την Μύρτου
και απ’ τα όμορφα σκλαβωμένα μας χωριά.
Την ρώτησα αν ανθίσαν οι κόκκινες τουλίπες
τα ματσικόρυδα, και οι κίτρινες μαργαρίτες…
Αν μοσχοβολούν οι ανθισμένες μερσινιές
και αν ξανανθίζουν οι αμυγδαλιές!
Αν τα χελιδόνια χτίζουν στα σπίτια μας και πάλι φωλιές,
και αν παίζουν τα παιδιά στις αυλές…
Αν οι μέλισσες παίρνουν νέκταρ απ’τα λουλούδια,
και αν τα πουλιά τραγουδούν μελωδικά τραγούδια!
Όμως,… αυτή δεν μου μίλησε, έσκυψε το κεφάλι…
Ξύπνησα ξαφνικά, ένα όνειρο ήταν, κα πάλι!
Μύρτου μου, αν περάσει η Άνοιξη απ’ εκεί
κράτησέ την κοντά σου, για να’ναι πάντα ανθηρή
και αμάραντη η καρδιά σου…Περίμενε μας Μύρτου μου,
και θ’ άρθουμε κοντά σου!
πάντα θα σε νοσταλγούμε…Ποτέ δεν σε ξεχνούμε…
Ηβης Κουρουγιαννη ..
ΑΓΙΕ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΚΑΜΕ ΞΑΝΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΣΟΥ
Αγιε Παντελεήμονα, Πρoστάτη του χωρκού μας,
που εμαρτύρησες πολλα, για χάρη του Χριστού μας,
Ησουν γιατρός περίφημος, τζιαι άρκοντας του τόπου,
παρηορκά στον άρρωστον, χαρά του κάθε αδρώπου.
Που εν το παναύριν σου, που εν τα θαύματα σου?
Ούλλοι επροσκυνούσαν σσε, φέρναν τα τάματα σου,
τζιαι τους αρρώστους γιάνισκες, μέσα στην εκκλησιά σου!
Εχω πικρόν παράπονον, που τ’οχα φυλαμένον,
π’άφηκες το κονάτζι σου, μαύρον γεριμιασμένο…
Ξέρω το , έννεν δικό σου φταίξιμο, εν το’θελες Εσού,
μα άλλοι εν που φταίξασιν, τζ’ άλλοι τωρά τραβούν…..
Γιατί μας εγκατέλειψες, τζιαι πήες μακριά μας,
τζιαι μπήκασιν αλλόθρησκοι μέσα στην εκκλησιά μας?
Εκλέψαν τες εικόνες σου, τα όσια τζι’ ιερά σου
τα ασημιά καντήλια σου, τζιαι τα ψηφιδωτά σου!
Στέκει τζιαμέ η εκκλησιά, δίχα εικόνες, τζιαι παπά,
να μπει να λειτουρκήσει, μήτε λιβάνι τζιαι ελιά,
να πα να θυμιατήσει , τζι΄ο τόπος να μυρίσει!
Ιούλη στες κοσιεφτά έρκεται η γιορτή σου.
π’ ούλλην την Κύπρον έρκουνταν, στην Χάρην
την δική σου!
Ανζιέλοι κατεβαίννασιν, να Σε υμνολοήσουν
την Αγια Σου τη μορφή να την δοξολοήσουν.
Κρατούσαν εξαπτέρυγα, κόλλυφα, τζιαι τζιερκά,
τζ’ ούλλα τριγύρου λάμπασιν σαν ν’ ‘ατουν, μαγικά!!
Τωρά, εν ούλλα γέριμα, τζιαι ούλλα μουλλωτά.
χάθηκαν τζιν’ τα χρώματα , τα κότσιηνα τα άσπρα
τζιαι τα φανταχτερά ! Εμείναν μόνο τα μουντά, τα μαύρα τα σταχτιά…
Εμεινε η καμπάνα με το καμπαναρκό ,για να μετρούσιν τ’άστρα,
ψηλά στον ουρανό…
Πιο πάνω ο Σταυρός , που λάμπει τζιαι φωτίζει με το ουράνιο φως!
Εφκήκαν είπαν τρεις φορές, για να τον κατεβάσουν,
μα έριφκεν τους ο Αγιος, τζιάι άλλοι εν εφκήκασιν να ξαναδοτζιημάσουν……
Αγιε παντελεήμονα, καμάρι του χωρκού μας,
Αρκοντα του Μοναστηρκού, τζιαι ούλλου του νησιού μας,
κάμε ξανά το θαύμα σου, ξόριστους να χαθούσιν,
να παν ποτζιεί που ήρτασιν τζιαι να φαραντζιηστούσιν….
Φώτισμας Αγιε χωρκανέ, να έβρουμεν μιάν λύσην,
η Κύπρος η πολύπαθη, ελεύθερη να ζήσει!
Τζιαι μεις, θα ξαναχτίσουμε πάλε την εκκλησία
να κάμουμε στη Χάρη σου,μιάλη δοξολογία .
Θα ψάλλουμεν ούλλοι μαζί τ Άπολυτήκιο σου,
τζιαι ούλλοι θα γιορτάζουμεν, που’ ρτες στο σπιτικό σου,
στον ιερόν ναόν σου!
Εμεις θα επιστρέψουμεν στη γη που λαχταρούμε,
τζιαμέ που γεννηθήκαμε,στον τόπο π’ αγαπούμε!!
Ηβης Κουρουγιαννη .
ΔΙΩ ΣΑΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΝΤΖΙΕΛΙΑ
φίλοι γνωστοί τζιαι χωρκανοί γειά σας τζαι καλημέρα,
εύχουμε να περάσουμεν, ωραία τούντη μέρα.
Ξιχάστε ότι έσιετε,τζι’ότι σας βασανίζει,
ο γρόνος γλήορα περνά, τζαι δε ξαναγυρίζει…
πάμε να κουνουστήσουμε,να φάμε τζιαι να πιούμε,
μα όϊ να μεθύσουμε, αλλά να τραουδούμε!
Τότες πού γίνην το κακόν είμαστεν κοπελλούθκια,
τζ’ άλλοι που σας, ήτουν μωρά μιτσιά, ξεπεταρούθκια!
πως επεράσαν βρε παιθκιά,τα γρόνια βουρητά,
Γινήκαμεν πιον σόσκλεροι, ενζ’ είμαστεν μωρά.
Αρμάσαμεν τα τέκνα μας, έχουμεν αγγονούθκια,
τζαι μεν ακούτε φιλοι μου,λόγια τζαι μουσκουρούθκια.
Μεν τρέσιετε που ταπισόν αγγόνια, κοπελλούθκια,
ύστερα ν’αναγιώνετε τζαι τα…δισεγγονούθκια.
έχουμε φίλοι μια ζωή,τούτο σκεφτείτε μόνο,
ν΄αφήννετε για λλόου σας,..ασσέν τζαι λλίο γρόνο.
Πηαίννετε στες εκδρομές,γελάτε, κολυμπάτε,
κάμνετε ότι θέλετε, τζαι ότι αγαπάτε !
Να κάμνουμε γυμναστική τζαι ζούμπα,τζαι πιλάτες,
για να μας φύουν οι τζιεγκές που πόθκια τζιαι που πλάτες…
έτσι εν να’ αποκτήσουμεν , σώμαν υγειϊνό,
τζαι ν’ άχουμε τον νου μας ξιουράφι κοφτερό!
είπαν το οι Αρχαίοι,στα αρχαία Ελληνικά,
τζαι σας το μεταφράζω, εις τα Τζυπριακά!!
Να μεν έρτει ο Αλτσχάϊμερ τζεν δύσκολο πολλα,
γιατ’ έθθα αγρωνίζουμε μ’αγγόνια με παιθκιά…
Γι’ αυτό περνάτε χωρκανοί, όσο καλά μπορείτε
όσπου κραούν τα πόθκια σας, τζαι όσπου ..παρπατείτε.
Χαρείτε τα αρώματα,τες μυρωθκιές της Φύσης,
τα χρώματα που ξαπολά ο ήλιος πριν να δύσει!
να φκείτε ν’αναπνεύσετε,αέρα καθαρόν,
στη θάλασσα τζαι στο βουνό..
να μεν έσιετε άγχος, τζαι έννοιες στο μυαλό.
Έτσι έννα γλυτώσετε,που τα νοσοκομεία,
που σας διούν μια φάουσα, χάπια, στα φαρμακεία!
Φορείστε ρούχα όμορφα,κότσιηνα, φωτεινά
πηαίννετε ταξίθκια, θέατρα σινεμά…
να τρώτε τη σουβλούα σας,κλέφτικο,παστουρμάν
τζαι μεν ακούτε τους γιατρούς, πίννεται τζιαι καμιάν…πινιάν!
Τούτη εν η παραντζιελιά, τζια θέλετε κροστείτε,
γιατ’ ύστερα’ ννα κλαίετε, τζαι θα με θυμηθείτε!
Tωρά, ο κόσμος άλλαξε,έννεν όπως παλιά,
τζιαν έρτουν σιόνια στα μαλλιά,
άμπα τζαι μαραζώσετε….πουλούσιν τζαι πογιά…
ΜΥΡΤΟΥ ΧΩΡΚΟ ΜΟΥ ΠΑΙΝΕΜΕΝΟ
Της Ήβης Κουρούγιαννη
Φίλοι το αποφάσισα να γράψω τουν’ το ποίμα,
Τζιαι με την σκέψη νοερά, να πάμε βήμα-βήμα,
Να θυμηθούμεν ούλλοι μας το όμορφο χωρκό μας,
Που πάντα εν’ μέσα στην καρκιάν, τζιαι μέσα στο μυαλό μας.
Πάντα είσαι στην σκέψη μας, χωρκόν μου παινεμένο,
Που μύριζαν οι κάμποι σου μερσίνιν ανθισμένον.
οι πετεινοί, οι λάζαροι, κορίτσες, σιμιλλούθκια,
Χρώματα τζιαί αρώματα, κάθε λοής λουλλούθκια.
Τζ’ άμαν πηαίννουμεν ποτζιεί να δούμεν τα χωρκά μας,
Ρέσσουμεν που τα σπίθκια μας τζιαι που τα πατρικά μας,
Τα σπίθκια τα δικά μας.
Τζιαι τζείνα έχουσιν ψυσιήν ας εν’ τζιαι χαλασμένα.
Θαρκούμαι αγρονίζουν μας, τζ’ ακούουν τις φωνές μας,
Που παίζαμεν ούλλοι μιτσιοί τζιαμέ στες γειτονιές μας.
Κόμα τζ’ ο αέρας σταματά, στέκει τζιαμέ τζιαί πελλετά,
Που φκαίνουν ούλλες οι ψυσιές, να μας καλωσορίσουν,
Σιύφκουν τα δέντρα στις αυλές, για να μας σιαιρετίσουν.
Χαλάσματα, φαντάσματα, σαν μια βουβή, μαυρόασπρη ταινία,
Τζιαι κάθε σπίτι κουβαλά δικήν του ιστορία.
Θυμήθηκα που παίζαμεν χωστόν, τρεχτόν, σιοινούιν,
Μπαίνναμεν τζιαι χωννούμαστεν μέσα στο περβολούιν,
Που ’τουν του Σταύρου Πασιαρτή.
Τζιει μέσα είσιεν τζιαι δεντρά, με φρούτα φορτωμένα,
Τζιαί κόφκαμεν τζιαι τρώαμεν ρόφκια τζιαί σύκα βάρτικα,
Τζ’ ήταν πολλά ωραία.
Μα έρκετουν ο Πασιαρτής , τζιαι κράταν τζιαι ματσούκαν.
Εμείς τον εσιαζούμαστεν, που ’ρκετουν φουρκαστός,
Τζιαι «πτου παπούτσα» που λαλούν, γινούμαστεν καπνός….
Η μάνα μας μάς έστελλεν που ήταν να ζυμώσει,
Νούσιους να πα να φέρουμεν τον φούρνον να πυρώσει.
Πουκά’ στους πεύκους βρίσκαμεν ίχνα, μανιταρούθκια,
Τζιαι κοτσιηνομανίταρα, ακόμα τζιαι πουρούθκια.
Ήτουν τζιαι ζόριν η ζωή, μά ’ταν ωραία χρόνια,
Στον κάματον, εις στην σποράν, στο θέρος τζιαι στ’ αλώνια.
Γεναίκες επλυννίσκασιν ρούχα με την φαούταν,
Ψουμιά, κουλλούρκα κάμνασιν, ήντα ωραία που ’ταν!
Χωρίς παμόν εμάχουνταν της γης οι δουλευτάες,
Μεσ’ στην βροσιήν τζιαι τον σιονιάν, στου Θέρου τες πυράες.
΄Αλλοι ήταν ρεσπέριες τζιαι σπέρναν τα χωράφκια,
Άλλοι λουβούσαν τες ελιές τζιαι άλλοι τα τεράτσια.
Ο Βάσος με ποδήλατον πήαιννεν στην δουλειάν του.
Τζι’ ο Γιώρκης με την βράκαν του εβούραν τα χτηνά του.
Την Αντιγόνην, την μαμμούν, ούλλοι την εκτιμούσαν,
Γιατ’ ήταν πάντα έτοιμη αμαν την εκαλούσαν.
΄Ερεσσεν πάντα βιαστικά, για να προλάβει τα μωρά,
Πού ’τουν να γεννηθούσιν.
Εν τζ’ ήσιεν τηλεόρασιν, για σινεμά να δούσιν,
Εκάμνασιν πολλα παιθκιά για να… ποσκολιστούσιν!
Σαν τον παππούν μου , δηλαδή, τον μακαρίτην Κλεουλήν,
Που ’καμεν 16 παιθκιά, τζ’ ανάγιωσέν τα μια χαρά,
Γιατί δουλεύκασιν την γην, τζιαι τρώασιν ψουμίν γλυτζιύν!
Ο κόσμος τότε ενζ έθελεν ριάλια, μεγαλεία,
Ούλλοι περνούσασιν καλά, κανούσαν τους τζιαι λλία!
Αμμά πολλά σιαιρούμαστιν πού ’ρκετουν παναύριν,
Στ’ Άη Παντελεήμονα το Μέγα μοναστήριν.
΄Ερκουνταν που πολλά χωρκά, γοράζαν τζιαι πουλούσαν,
Εφέρνασιν τζιαι πωρικά, κρασίν τζ’ ότι γιωρκούσαν.
Η μάνα μου μας έπεμπεν, εδίαν μας ππαράες,
Τζιαμέ στους σιαμισιάρηες να φάμε λουκκουμάες.
Στου Χασιαρή το κλέφτικον ούλλοι τους εβουρούσαν,
Τζιαι με λαούτα τζιαι βκιολιά, χορεύκαν τζιαι γλεντούσαν.
Τουν’ την ζωήν ζηλέψασιν, Κύπρος μου οι βαρβάροι,
Τζιαι μπήκαν τζιαι πατήσαν σε, αλλόθρησκοι κουρσάροι.
΄Ηρταν τζιαι σε χωρίσασιν εσέν που τα παιθκιά σου,
Τες όμορφες τες πόλεις σου, τα γραφικά χωρκά σου.
Γρόνοι σαραντατέσσερις ερεξαν μάνι-μάνι,
Μα εν είδαμεν ποσπασιάν, ούτε τζιαι φως εφάνην..
τζιαι μόνον ο Θεός ξέρει που ρίζει τη ζωή μας,
πόσοι που μας θ’ αξιωθούν,να ζιούσιν, να την δούσιν,
την Λευτεριά πον να φανεί,
Κάποιαν ημέραν φωτεινήν, μέραν ευλοημένην,
Που πα” στον Πενταδάκτυλον, δαφνοστεφανωμένην.
Τζ’ όσοι εν να ’μαστεν τζιαμέ θα ψάλλουμεν αντάμα,
τζιαι να υμνούμεν τον Θεόν που ’καμε τέθκοιον θαύμα!
Πρέπει να το πιστέφκουμεν τζιαι να ’χουμεν ελπίδαν
Πως σύντομα θα έχουμεν ελεύθερην πατρίδαν!
Δεν θέλουμεν να έχουμεν μιαν Κύπρον μοιρασμένη,
Τζιαι με ροφέσια τζιαι τοισιά ναν περικυκλωμένη.
Οι ρίζες μας εν που ποτζεί, τζ’ όσον τζ’ αν προσπαθούσιν,
Εν θα τες ξεριζώσουσιν γιατί καλά κρατούσιν!
τζιαι η καρκιά μας εν τζιαμέ, τζιεν μπορει να ξιχάσει,
εκλέψαν οτι κλέφτεται την γην…έθθα την φάσιν…!