( Της Ήβης Κουρούγιαννη)
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
( Της Ήβης Κουρούγιαννη)
Κάποτε η Μύρτου ,μύριζε μερσίνια ανθισμένα!
Σε κάθε γειτονιά, βιολέττες ,γιασεμιά,
ζουμπούλια, και κρίνα μυρωμένα.
Σε κάθε σπίτι , γλάστρες στις αυλές,
με βασιλικό, και δυόσμο…
Όλου του κόσμου οι ευωδιές….Κάποτε!
Κάποτε, στην αυλή της εκκλησίας
του Αγίου Παντελεήμονα,
Μάρτυρας κάθε Ιερής δοξολογίας,
καμάρωνε ένας πλατύφυλλος
Αμαθουσάλλας , πλάτανος!
Κάποτε,το ψηλό καμπαναριό, το στόλιζε μια
γλυκόλαλη καμπάνα, που μας νοιαζόταν
και μας αγκάλιαζε σαν Μάνα…
Κάποτε, στο σχολειό μας είχε ανεμόμυλο
και πίναμε στη φούχτα μας νερό,
που ήταν κρύο, γλυκό, και δροσερό!
τα σπαρτά κοκκίνιζαν από τις άγριες τουλίπες,
τα χωράφια στρωμένα με κίτρινες
και άσπρες μαργαρίτες! Κάποτε….
Κάποτε, οι κάμποι μύριζαν Θρουμπί σχινιά,
μερσίνια, και χαχομηλιά…
Πηγαίναμε περίπατο τις Κυριακές,
στα δάση, με τα πεύκα και τις μυρτιές!
ακούγαμε τα τραγούδια των πουλιών
που χαρούμενα, και χτίζαν φωλιές….
Πριν πενήντα χρόνια, το χωριό μας, η Μύρτου
έσφυζε από ζωή, με τον Πενταδάχτυλο εκεί,
να στέκει σαν φρουρός, να μας προστατεύει…
την όμορφη Φύση, να αγναντεύει!
Και όταν ο ήλιος ξεπρόβαλλε πίσω από τον Κόρνο,
λάμπανε οι κάμποι, πέρα ως πέρα….
και οι χρυσές αχτίνες μας ξυπνούσαν,
για να μας πούνε καλημέρα! Κάποτε…
Όμως μια μέρα ,ένα πρωινό, κατέβηκε
το ασκέρι του Αττίλα,και έσπειρε φωτιά…
Θάνατος , παντού και προσφυγιά….
Πενήντα χρόνια τώρα, και στο σκλαβωμένο μας
Νησί, πάμε με μαύρη την καρδιά και την ψυχή!
Όμως πάμε , γιατί το όμορφο χωριό μας, μας καλεί …
Με ταυτότητα πάμε να το δούμε,
την μυρωδιά και την δροσιά του, για λίγο να χαρούμε!
Το χωριό μας, που δεν είναι πια δικό μας…
Τα όνειρα μας εκεί, στη γειτονιά,στο πατρικό μας
εκεί τα αφήσαμε, μαζί με την ζωή που ζήσαμε!
Μόνο για να θυμηθούμε , και να πικραθούμε,
είμαστε εκεί για λίγο παρόντες ,όμως θα φύγουμε
και θα είμαστε πια ξένοι, και απόντες,
στην δική μας την μισή προδωμένη πατρίδα…..
όμως στην καρδιά μας, θα ζει , για πάντα,
του γυρισμού η πολυπόθητη ελπίδα!!
(Μυρτιώτισσα)